μαντίλα

μαντίλα
η (Μ μανδήλα και μαντήλα)
1. μεγάλο μαντίλι
2. τραπεζομάντιλο
νεοελλ.
1. κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών, τσεμπέρι, κεφαλοπάνι
2. το ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα
3. η μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή που κρέμεται κάτω από τον λαιμό διαφόρων θηλαστικών, ιδίως τών βοδιών
4
δημώδης ονομασία φυτού που μοιάζει με το χαμομήλι
μσν.
πετσέτα, προσόψιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + μεγεθ. κατάλ. -α (βλ. μαντίλι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαντίλα — η 1. μεγάλο μαντίλι. 2. το ύφασμα που καλύπτει την Άγια Τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμιομαντίλα — η, Ν κεντητή ή υφαντή μαντίλα που χρησιμοποιείται για προπέτασμα σε τζάκι ή για τη διακόσμηση τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμιά + μαντίλα] …   Dictionary of Greek

  • μανδήλα — μανδήλα, ἡ (Μ) βλ. μαντίλα …   Dictionary of Greek

  • μαντήλα — η βλ. μαντίλα …   Dictionary of Greek

  • φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] …   Dictionary of Greek

  • Βάσκοι — Λαός εγκατεστημένος στις δύο υπώρειες των δυτικών Πυρηναίων, με εθνικά και προπάντων γλωσσικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει πολύ από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Η γλώσσα, διαφορετική στη δομή της από τις γειτονικές (παρατηρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπουμπουλίνας — Το μουσείο της θρυλικής ηρωίδας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας λειτουργεί από το 1991 στο αρχοντικό της κοντά στο λιμάνι των Σπετσών, υπό τη διεύθυνση του απογόνου της Φίλιππου Δεμερτζή Μπούμπουλη. Στις τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • τσεμπέρι — τσεμπέρι, το και τσιμπέρι, το (λ. τουρκ.), γυναικείο μαντίλι του κεφαλιού από λεπτό ύφασμα, η μαντίλα, το φακιόλι, το τουλπάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φακιόλι — το ιού (λ. λατ.), άσπρο ή έγχρωμο κεφαλομάντιλο γυναικών από τουλπάνι, μαντίλα, μπόλια, τουλπάνι: Όταν ξεσκονίζει, φοράει φακιόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”